- αιτιατικοφανής
- -έςαυτός που έχει μορφή αιτιατικής πτώσεως, αιτιατικοφανής γενική (τόν είπε, μέ παράγγειλε), αιτιατικοφανές επίρρημα (δωρεάν, χάριν).[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτιατική + -φανής < ἐφάνην < φαίνω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιτιατική — η (Α αἰτιατική) μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη κατά σειρά της αρχαίας και η τρίτη της νέας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰτιατός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιτιατικοσύντακτος, αιτιατικοφανής] … Dictionary of Greek